ομιλητικός

ομιλητικός
-ή, -ό (ΑΜ ὁμιλητικός, -ή, -όν) [ομιλώ]
ευπροσήγορος, προσηνής, αυτός που δεν δυσκολεύεται να μιλήσει στους άλλους ή να συζητήσει μαζί τους
νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. η ομιλητική
η τέχνη τού ομιλητή, τού αγορητή
2. (το θηλ. ως κύριο όν.) Ομιλητική
μάθημα τού πρακτικού κλάδου τής θεολογικής επιστήμης το οποίο αναφέρεται στη θεωρία και στην τεχνική τού θείου κηρύγματος
μσν.
φρ. «ὁμιλητικαὶ διηγήσεις» — οι αφηγηματικές ομιλίες
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τo ὁμιλητικόν
η χαρά τής συναναστροφής
2. το θηλ. ως ουσ. το γνώρισμα εκείνου που συναναστρέφεται.
επίρρ...
ομιλητικώς και -ά (Μ ὁμιλητικῶς)
με ομιλητικό τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὁμιλητικός — affable masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομιλητικός — ή, ό 1. αυτός που λέει πολλά, που ευχαριστιέται να μιλάει, ευπροσήγορος, ευχάριστος: Ομιλητικός άνθρωπος ο φίλος σου. 2. ως ουσ., ομιλητική, η η τέχνη του ομιλητή και η διδασκαλία της εκκλησιαστικής ρητορικής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὁμιλητικά — ὁμιλητικός affable neut nom/voc/acc pl ὁμιλητικά̱ , ὁμιλητικός affable fem nom/voc/acc dual ὁμιλητικά̱ , ὁμιλητικός affable fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμιλητικῶν — ὁμιλητικός affable fem gen pl ὁμιλητικός affable masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμιλητικόν — ὁμιλητικός affable masc acc sg ὁμιλητικός affable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμιλητικαί — ὁμιλητικός affable fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμιλητικοί — ὁμιλητικός affable masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμιλητικοῦ — ὁμιλητικός affable masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμιλητικούς — ὁμιλητικός affable masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμιλητικῆς — ὁμιλητικός affable fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”